φιλοθεάμων — φιλοθέαμος masc/fem/neut gen pl φιλοθεά̱μων , φιλοθεάμων fond of seeing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθεάμονα — φιλοθεά̱μονα , φιλοθεάμων fond of seeing neut nom/voc/acc pl φιλοθεά̱μονα , φιλοθεάμων fond of seeing masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλοθέωρος — ον, Α 1. φιλοθεάμων 2. αυτός που τού αρέσει να βλέπει κάτι («φιλοθεώρους τῶν καλῶν ἔργων καὶ μεγάλων», Διον. Αλ.) 3. αυτός που τού αρέσει να θεάται, να παρατηρεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + θεωρός «θεατής, παρατηρητής» (πρβλ. ἀρχι θέωρος)] … Dictionary of Greek
φιλοθεαμοσύνη — ἡ, Α [φιλοθεάμων, ονος] αγάπη για τα θεάματα … Dictionary of Greek
φιλοθεαμόνων — φιλοθεᾱμόνων , φιλοθεάμων fond of seeing gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθεάμονας — φιλοθεά̱μονας , φιλοθεάμων fond of seeing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθεάμονες — φιλοθεά̱μονες , φιλοθεάμων fond of seeing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθεάμονι — φιλοθεά̱μονι , φιλοθεάμων fond of seeing dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοθεάμονος — φιλοθεά̱μονος , φιλοθεάμων fond of seeing gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)